κυφαι

κυφαι
    κυφαί
    αἱ кифы (род морских раков) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κυφαι" в других словарях:

  • κυφαί — κῡφαί , κυφός bent forwards fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφός — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… …   Dictionary of Greek

  • κραγγών — κραγγών, όνος και κράγγη, ἡ (Α) 1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»